πράτωρ

πράτωρ
-ορος, ὁ, Α
πρατήρ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- τού πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρατορεύω — Α [πράτωρ, ορος] ενεργώ ως πράτωρ* …   Dictionary of Greek

  • ακτινοκράτωρ — ἀκτινοκράτωρ, ο (Α) αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς ῖνος + κράτωρ (μεταπλασμένος τ. τού τέρματος κρατής < κράτος, κρατῶ, με επίδραση τών ονομάτων σε τωρ, πρβλ. ρήτωρ, ἰάτωρ, πράτωρ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • προπράτωρ — ορος, ὁ, Α 1. προπώλης* 2. πιθ. πρωταθλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πράτωρ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”